Ελληνικά » Γερμανικά

αποστειρωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstirɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. αποστειρωμένος μτφ (απομονωμένος):

αποστεωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstɛɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποστεωμένος (αδυνατισμένος):

2. αποστεωμένος μτφ (αντιλήψεις):

αποσυντιθέμεν|ος <-η, -ο> [apɔsindiˈθɛmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αποστειρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔstiˈrɔnɔ] VERB μεταβ

αποστειρωτήρας [apɔstirɔˈtiras] SUBST αρσ

αποστειρωτικ|ός <-ή, -ό> [apɔstirɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Sterilisierungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский