Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για απεριόριστος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απεριόριστ|ος <-η, -ο> [apɛriˈɔristɔs] ΕΠΊΘ

1. απεριόριστος (γενικά):

απεριόριστος

2. απεριόριστος (εμπιστοσύνη):

απεριόριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский