Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για φοβισμένος στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
bang(e)
φοβισμένος
φοβισμένος
φοβισμένος
φοβισμένος, δειλός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский