Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συντομεύω , συντομία , συντομογραφία και σύντομος

συντομία [sindɔˈmia] SUBST θηλ

συντομεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [sindɔˈmɛvɔ] VERB μεταβ

1. συντομεύω (σε διάρκεια):

2. συντομεύω (κείμενο):

συντομογραφία [sindɔmɔɣraˈfia] SUBST θηλ

σύντομ|ος <-η, -ο> [ˈsindɔmɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский