Ελληνικά » Γερμανικά

καυτηριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kaftiriˈazɔ] VERB μεταβ

1. καυτηριάζω ΙΑΤΡ:

2. καυτηριάζω μτφ:

καυτερ|ός <-ή, -ό> [kaftɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. καυτερός (πιπεριά):

2. καυτερός (πολύ ζεστός):

βακτήριο [vakˈtiriɔ], βακτηρίδιο [vaktiˈriðiɔ] SUBST ουδ

κοφτήριο [kɔfˈtiriɔ] SUBST ουδ μτφ

κριτήριο [kriˈtiriɔ] SUBST ουδ

καυτηρίασ|η <-εις> [kaftiˈriasi] SUBST θηλ

1. καυτηρίαση ΙΑΤΡ:

Verätzung θηλ
Kauterisation θηλ

2. καυτηρίαση μτφ:

Brandmarkung θηλ

μαιευτήριο [mɛɛfˈtiriɔ] SUBST ουδ

αναπαυτήριο [anapafˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. αναπαυτήριο (αίθουσα):

Ruheraum αρσ

2. αναπαυτήριο (σιωπητήριο):

Zapfenstreich αρσ

σκοπευτήριο [skɔpɛfˈtiriɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский