Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αξίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξίζω [aˈksizɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

1. αξίζω (έχω κάποια αξία):

αξίζω
es lohnt sich, zu

2. αξίζω (κοστίζω):

αξίζω

3. αξίζω (έχω ικανότητα, προτερήματα):

αξίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский