Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αθώωση στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αθώωσ|η <-εις> [aˈθɔɔsi] SUBST θηλ

αθώωση
Freispruch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский