Ελληνικά » Γερμανικά

βρωμ-

βρωμ- s. βρομ-

άρωμα [ˈarɔma] SUBST ουδ

1. άρωμα (ευωδιά):

Duft αρσ

3. άρωμα (σε παγωτό):

Geschmack αρσ

βρόμα [ˈvrɔma] SUBST θηλ

1. βρόμα (κακοσμία):

Gestank αρσ

2. βρόμα (βρομιά):

Dreck αρσ

βρώμη [ˈvrɔmi], βρόμη [ˈvrɔmi] SUBST θηλ

Hafer αρσ

βρω

βρω s. βρίσκω

Βλέπε και: βρίσκω

I . βρίσκω <βρήκα, βρέθηκα> [ˈvriskɔ] VERB μεταβ

6. βρίσκω (για σφαίρα όπλου):

χρώμα [ˈxrɔma] SUBST ουδ

2. χρώμα (προσώπου):

Gesichtsfarbe θηλ

3. χρώμα (καλλυντικό):

Schminke θηλ

4. χρώμα (συνδυασμός πόκερ):

Flush αρσ

βρέγμα [ˈvrɛɣma] SUBST ουδ

ζάρωμα [ˈzarɔma] SUBST ουδ

1. ζάρωμα (ρούχου):

Zerknittern ουδ

2. ζάρωμα (μετώπου):

Runzeln ουδ

ίδρωμα [ˈiðrɔma] SUBST ουδ

λέρωμα [ˈlɛrɔma] SUBST ουδ

πύρωμα [ˈpirɔma] SUBST ουδ

1. πύρωμα (ζέσταμα):

Erhitzen ουδ

2. πύρωμα (πυράκτωση):

Glühen ουδ

βράκα [ˈvraka] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский