στο λεξικό PONS
I. πετ|ώ <-άς, -αξα, -άχτηκα, -αγμένος> [pɛˈtɔ] VERB μεταβ
II. πετ|ώ <-άς, -αξα, -άχτηκα, -αγμένος> [pɛˈtɔ] VERB αμετάβ (βρίσκομαι στον αέρα)
- πετώ
-
III. πετάγομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. πετάγομαι (αναπηδώ):
2. πετάγομαι (να πω κάτι):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.