Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πτυσσόμενος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πτυσσόμεν|ος <-η, -ο> [ptiˈsɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πτυσσόμενος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский