στο λεξικό PONS
σπιτικ|ός <-ή, -ό> [spitiˈkɔs], σπιτίσι|ος [spiˈtisçɔs] <-α, -ο> ΕΠΊΘ
1. σπιτικός (αναφερόμενος στο σπίτι):
- σπιτικός
- Haus-
2. σπιτικός (του σπιτιού: ζωή κτλ):
- σπιτικός
-
3. σπιτικός (ψωμί κτλ):
- σπιτικός
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.