Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τυλιγμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξελιγμέν|ος <-η, -ο> [ɛksɛliɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ανοιγμέν|ος <-η, -ο> [aniɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ταραγμέν|ος <-η, -ο> [taraɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ταραγμένος (θάλασσα):

2. ταραγμένος (άνθρωπος):

ενειλιγμέν|ος <-η, -ο> [ɛniliˈɣmɛnɔs] ΕΠΊΘ

τρομαγμέν|ος <-η, -ο> [trɔmaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διαλεγμέν|ος <-η, -ο> [ðjalɛɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

νυσταγμέν|ος <-η, -ο> [nistaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

τυλιχτ|ός <-ή, -ό> [tilixˈtɔs] ΕΠΊΘ

ψαγμέν|ος <-η, -ο> [psaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

τύλιγμα [ˈtiliɣma] SUBST ουδ

1. τύλιγμα (η πράξη):

Einwickeln ουδ

2. τύλιγμα μτφ (μπλέξιμο):

Verwicklung θηλ

προηγμέν|ος <-η, -ο> [prɔiɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (τεχνολογία)

πεταγμέν|ος <-η, -ο> [pɛtaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πεταγμένος → πεταμένος

Βλέπε και: πεταμένος

πεταμέν|ος <-η, -ο> [pɛtaˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πεταμένος (που βρίσκεται στα σκουπίδια):

απαλλαγμέν|ος <-η, -ο> [apalaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. απαλλαγμένος (από υποχρέωση):

κατεψυγμέν|ος <-η, -ο> [katɛpsiɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский