Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: παρεισφρέω , περιφέρω , εισφέρω , παρεμφερής , συνεισφέρω και παρείσφρηση

παρεισ|φρέω <-έφρησα> [parisˈfrɛɔ] VERB αμετάβ

συνεισ|φέρω <-έφερα> [sinisˈfɛrɔ] VERB αμετάβ

1. συνεισφέρω (συμβάλλω):

2. συνεισφέρω (ως δωρεά):

παρεμφερ|ής <-ής, -ές> [parɛɱfɛˈris] ΕΠΊΘ

εισ|φέρω <-έφερα, -φέρθηκα> [isˈfɛrɔ] VERB μεταβ

I . περι|φέρω <-έφερα, -φέρθηκα> [pɛriˈfɛrɔ] VERB μεταβ

1. περιφέρω (φέρω εδώ κι εκεί):

2. περιφέρω (το βλέμμα):

II . περιφέρομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. περιφέρομαι (γυρίζω):

2. περιφέρομαι (πηγαίνω εδώ κι εκεί):

παρείσφρησ|η <-εις> [paˈrisfrisi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский