Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για καταπτοώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατ|απαύω <-έπαυσα> [kataˈpavɔ] VERB μεταβ

1. καταπαύω (σταματώ):

2. καταπαύω (θέτω τέρμα):

II . κατ|απαύω <-έπαυσα> [kataˈpavɔ] VERB αμετάβ (σταματώ)

κατ|απίνω <-άπια, -απιωμένος> [kataˈpinɔ] VERB μεταβ

1. καταπίνω:

3. καταπίνω μτφ (πιστεύω):

καταπιέ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katapiˈɛzɔ] VERB μεταβ

κατ|απέφτω <-άπεσα [ή -έπεσα], -απεσμένος> [kataˈpɛftɔ] VERB αμετάβ

1. καταπέφτω (πέφτω κάτω):

2. καταπέφτω (αεροπλάνο):

3. καταπέφτω (κτήριο):

4. καταπέφτω (άνεμος):

5. καταπέφτω (χάνω τις δυνάμεις μου):

κατ|απνίγω <-έπνιξα [ή -άπνιξα], -απνίγηκα, -απνιγμένος> [kataˈpniɣɔ] VERB μεταβ και μτφ

καταπατ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katapaˈtɔ] VERB μεταβ

1. καταπατώ (παραβιάζω):

2. καταπατώ (παραβιάζω επίμονα):

3. καταπατώ (σφετερίζομαι):

καταπον|ώ <-είς [ή -άς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katapɔˈnɔ] VERB μεταβ

καταπέλτης [kataˈpɛltis] SUBST αρσ

1. καταπέλτης (μηχανή, όπλο):

Katapult ουδ o αρσ

2. καταπέλτης ΝΑΥΣ (μπουκαπόρτα):

Ladeklappe θηλ

κατ|απλήσσω <-έπληξα [ή -άπληξα], -απλάγηκα> [kataˈplisɔ] VERB μεταβ

καταπάτησ|η <-εις> [kataˈpatisi] SUBST θηλ

1. καταπάτηση (παραβίαση):

Verletzung θηλ

2. καταπάτηση (σφετερισμός):

καταπρ|αΰνω <-άυνα, -αΰνθηκα, -αϋμένος> [katapraˈinɔ] VERB μεταβ

κατάπτωσ|η <-εις> [kaˈtaptɔsi] SUBST θηλ

1. κατάπτωση (πέσιμο, γκρέμισμα):

Einsturz αρσ

2. κατάπτωση (νευρική):

Zusammenbruch αρσ

3. κατάπτωση (ηθική, κοινωνική):

Verfall αρσ

καταπακτή [katapakˈti] SUBST θηλ

καταπίεσ|η <-εις> [kataˈpiɛsi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский