Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υπερθεματίζω , υπερασπίζω και υπερφωτίζω

υπερφωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrfɔˈtizɔ] VERB μεταβ ΦΩΤΟΓΡ

I . υπερασπ|ίζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrasˈpizɔ] VERB μεταβ ΝΟΜ

II . υπερασπ|ίζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrasˈpizɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

III . υπερασπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

υπερθεματί|ζω <-σα> [ipɛrθɛmaˈtizɔ] VERB αμετάβ

1. υπερθεματίζω (σε πλειστηριασμό):

2. υπερθεματίζω (υπερβάλλω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский