Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για δανδίστικος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δανειστικ|ός <-ή, -ό> [ðanistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σαδιστικ|ός <-ή, -ό> [saðistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

παπαδίστικ|ος <-η, -ο> [papaˈðistikɔs] ΕΠΊΘ μειωτ

βουδιστικ|ός <-ή, -ό> [vuðistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

δανέζικ|ος <-η, -ο> [ðaˈnɛzikɔs] ΕΠΊΘ οικ

ξεκαρδιστικ|ός <-ή, -ό> [ksɛkarðistiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που προκαλεί γέλια)

μεθοδιστικ|ός <-ή, -ό> [mɛθɔðistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

δανειοληπτικ|ός <-ή, -ό> [ðaniɔliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μαϊμουδίστικ|ος <-η, -ο> [maimuˈðistikɔs] ΕΠΊΘ (φέρσιμο)

προπαγανδιστικ|ός <-ή, -ό> [prɔpaɣanðistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский