Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μειωνεκτικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μειονεκτικ|ός <-ή, -ό> [miɔnɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μειωτικ|ός <-ή, -ό> [miɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μειωτικός (που προκαλεί μείωση):

2. μειωτικός μτφ (ταπεινωτικός):

3. μειωτικός ΒΙΟΛ:

μειονοτικ|ός <-ή, -ό> [miɔnɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μειωνόμεν|ος <-η, -ο> [miɔˈnɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ

ανεκτικ|ός <-ή, -ό> [anɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνεκτικ|ός <-ή, -ό> [sinɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μειωτέος [miɔˈtɛɔs] SUBST αρσ ΜΑΘ

πλεονεκτικ|ός <-ή, -ό> [plɛɔnɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

δυσανεκτικ|ός [ðisanɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

εφεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛfɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . εκλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛklɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ (αγοραστής κτλ)

II . εκλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛklɛktiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ (οπαδός του εκλεκτικισμού)

διαλεκτικ|ός2 <-ή, -ό> [ðialɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ

επιδεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiðɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ (επίδρασης κτλ)

επιλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpilɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επιλεκτικός (από χαρακτήρα):

wählerisch in etw δοτ

2. επιλεκτικός (πληροφορίες, μνήμη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский