Ελληνικά » Γερμανικά

φιλοπονία [filɔpɔˈnia] SUBST θηλ

φιλόπον|ος <-η, -ο> [fiˈlɔpɔnɔs] ΕΠΊΘ

φιλοδοξία [filɔðɔˈksia] SUBST θηλ

1. φιλοδοξία (ζήλος):

Ehrgeiz αρσ

2. φιλοδοξία (υπερβολική αγάπη για τη δόξα):

Ruhmsucht θηλ

3. φιλοδοξία (επιθυμία):

Wunsch αρσ

φιλολογία [filɔlɔˈjia] SUBST θηλ

1. φιλολογία (επιστήμη):

Philologie θηλ

2. φιλολογία (λογοτεχνία):

Literatur θηλ

3. φιλολογία (φλυαρία):

Geschwätz ουδ

I . φιλοδοξ|ώ <-είς, -ησα> [filɔðɔˈksɔ] VERB αμετάβ

II . φιλοδοξ|ώ <-είς, -ησα> [filɔðɔˈksɔ] VERB μεταβ

φιλοξεν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [filɔksɛˈnɔ] VERB μεταβ

1. φιλοξενώ (έχω στο σπίτι μου):

2. φιλοξενώ (περιποιούμαι):

φιλοσοφ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [filɔsɔˈfɔ] VERB αμετάβ

φιλοπατρία [filɔpaˈtria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский