Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διψασμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διψασμέν|ος <-η, -ο> [ðipsazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διψασμένος
είναι διψασμένος
είναι διψασμένος για εκδίκηση μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με διψασμένος

είναι διψασμένος
είναι διψασμένος για εκδίκηση μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский