Ελληνικά » Γερμανικά

ήπειρος [ˈipirɔs] SUBST θηλ

1. ήπειρος (στεριά):

ήπειρος
Festland ουδ

2. ήπειρος (μια από τις πέντε):

ήπειρος
Kontinent αρσ
ήπειρος
Erdteil αρσ
η γηραιά ήπειρος
der alte Kontinent αρσ
η μαύρη ήπειρος

Ήπειρος <Ηπείρου> [ˈipirɔs] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ήπειρος

η γηραιά ήπειρος
η μαύρη ήπειρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский