στο λεξικό PONS
I. σκουπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [skuˈpizɔ] VERB μεταβ
3. σκουπίζω (τα χέρια):
4. σκουπίζω (τη μύτη):
- σκουπίζω
-
5. σκουπίζω (τα παπούτσια):
6. σκουπίζω (πίνακα):
- σκουπίζω
-
7. σκουπίζω (στεγνώνω: πιάτα):
- σκουπίζω
-
II. σκουπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. σκουπίζομαι (καθαρίζομαι):
2. σκουπίζομαι (στεγνώνω το σώμα μου):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.