Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επιδεικνύω , αναδεικνύω , ενδείκνυται , ενδεικτικό , υποδεικνύω και αποδεικνύω

αναδεικνύω

αναδεικνύω s. αναδείχνω

Βλέπε και: αναδείχνω

I . αναδεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [anaˈðixnɔ] VERB μεταβ

2. αναδείχνω (κάνω γνωστό):

επιδεικνύω

επιδεικνύω s. επιδείχνω

Βλέπε και: επιδείχνω

επ|ιδείχνω [ɛpiˈðixnɔ], επ|ιδεικνύω [ɛpiðikˈniɔ] <-έδειξα, ιδείχτηκα, -ιδειγμένος> VERB μεταβ

1. επιδείχνω (νέα μηχανήματα κτλ):

2. επιδείχνω (για εντυπωσιασμό, σε έκθεση):

αποδεικνύω

αποδεικνύω s. αποδείχνω

Βλέπε και: αποδείχνω

I . αποδεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔˈðixnɔ] VERB μεταβ

1. αποδείχνω ΜΑΘ:

2. αποδείχνω (τεκμηριώνω):

II . αποδείχνομαι VERB αυτοπ ρήμα

υπ|οδεικνύω <-έδειξα, -οδείχθηκα, -οδεδειγμένος> [ipɔðiˈkniɔ] VERB μεταβ

1. υποδεικνύω (δείχνω):

jdn auf etw αιτ hinweisen

2. υποδεικνύω (προτείνω):

3. υποδεικνύω (συμβουλεύω):

4. υποδεικνύω (συνιστώ):

ενδεικτικό [ɛnðiktiˈkɔ], ενδειχτικό [ɛnðixtiˈkɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский