Ελληνικά » Γερμανικά

μισθοφόρος [misθɔˈfɔrɔs] SUBST αρσ

μοσχοφόρ|ος <-α, -ο> [mɔsxɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ ΖΩΟΛ

ανθοφόρ|ος <-α, -ο> [anθɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

αχθοφόρος [axθɔˈfɔrɔs] SUBST αρσ

αιμοφόρ|ος <-α, -ο> [ɛmɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

ελικοφόρ|ος <-ος, -ο> [ɛlikɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

1. ελικοφόρος ΝΑΥΣ:

μαυροφόρ|ος <-α, -ο> [mavrɔˈfɔrɔs], μαυροφορεμέν|ος [mavrɔfɔrɛˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

οπωροφόρ|ος <-α, -ο> [ɔpɔrɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

χρυσοφόρ|ος <-α, -ο> [xrisɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский