Ελληνικά » Γερμανικά

μονοφάγ|ος <-ος, -ο> [mɔnɔˈfaɣɔs] ΕΠΊΘ ΒΙΟΛ

μονότον|ος <-η, -ο> [mɔˈnɔtɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. μονότονος (χωρίς ηχητική ποικιλία) ΜΑΘ:

monotone Folge θηλ

2. μονότονος (ανιαρός):

μονοετ|ής <-ής, -ές> [mɔnɔɛˈtis] ΕΠΊΘ

μονόζυγο [mɔˈnɔziɣɔ] SUBST ουδ

μονομαχ|ώ <-είς, -ησα> [mɔnɔmaˈxɔ] VERB αμετάβ

μονομιάς [mɔnɔˈmɲas] ΕΠΊΡΡ

μονομερ|ής <-ής, -ές> [mɔnɔmɛˈris] ΕΠΊΘ

1. μονομερής (μονόπλευρος):

2. μονομερής ΧΗΜ:

μονόκερος [mɔˈnɔkɛrɔs] SUBST αρσ

γαμψώνυχ|ος <-η, -ο> [ɣamˈpsɔnixɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский