Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σχισμή στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχισμή [sçizˈmi] SUBST θηλ

1. σχισμή (σε χαρτί, επιφάνεια κτλ):

σχισμή
Riss αρσ

2. σχισμή (μακρόστενο άνοιγμα):

σχισμή
Spalt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σχισμή

βραγχιακή σχισμή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский