στο λεξικό PONS
I. κρατ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kraˈtɔ] VERB μεταβ
1. κρατώ (βαστώ, διατηρώ):
2. κρατώ (δε δίνω πίσω, τυπώνω στο μυαλό):
- κρατώ
-
3. κρατώ (δεν αφήνω):
- κρατώ
-
4. κρατώ (αντέχω):
- κρατώ
-
5. κρατώ (φυλάω: γράμματα κτλ):
- κρατώ
-
6. κρατώ (θέσεις, τραπέζι):
- κρατώ
-
7. κρατώ (δραπέτη):
- κρατώ
-
II. κρατ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kraˈtɔ] VERB αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.