Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για επιχαίρω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιχειρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpiçiˈrɔ] VERB μεταβ

1. επιχειρώ (κάνω):

2. επιχειρώ (προσπαθώ):

επιχαλκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpixalˈkɔnɔ] VERB μεταβ

επιχειρείν [ɛpiçiˈrin] SUBST ουδ αμετάβλ

επιχώρι|ος <-α, -ο> [ɛpiˈxɔriɔs] ΕΠΊΘ

επιχωρίως [ɛpixɔˈriɔs] ΕΠΊΡΡ

επιχρωμιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpixrɔmiˈɔnɔ] VERB μεταβ

επιχωματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpixɔmaˈtɔnɔ] VERB μεταβ

επιχάλκωσ|η <-εις> [ɛpiˈxalkɔsi] SUBST θηλ

συγχ|αίρω <-άρηκα> [siɲˈçɛrɔ] VERB μεταβ

επίχρισ|η <-εις> [ɛˈpixrisi] SUBST θηλ

επιχείρημα [ɛpiˈçirima] SUBST ουδ

2. επιχείρημα (απόπειρα):

Versuch αρσ

επιχείρησ|η <-εις> [ɛpiˈçirisi] SUBST θηλ

1. επιχείρηση (ενέργεια):

Unternehmung θηλ

2. επιχείρηση (εταιρεία):

Unternehmen ουδ
Agrarbetrieb αρσ
Einzelfirma θηλ
Scheinfirma θηλ
Exporteur αρσ
Hotelgewerbe ουδ ενικ

επιχρυσώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpixriˈsɔnɔ] VERB μεταβ

επιχρύσωσ|η <-εις> [ɛpiˈxrisɔsi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский