Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για θρυμματισμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γραμματισμέν|ος <-η, -ο> [ɣramatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αθρυμμάτιστ|ος <-η, -ο> [aθriˈmatistɔs] ΕΠΊΘ

1. αθρυμμάτιστος (βάζο):

2. αθρυμμάτιστος (ψωμί):

φανατισμέν|ος <-η, -ο> [fanatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

θωρακισμέν|ος <-η, -ο> [θɔracizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. θωρακισμένος (όχημα):

gepanzert, Panzer-

2. θωρακισμένος (καλώδιο, μεγάφωνο):

θρυμματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θrimaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. θρυμματίζω (βάζο):

2. θρυμματίζω (ψωμί):

πολιτισμέν|ος <-η, -ο> [pɔlitizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πολιτισμένος (χώρα, άνθρωποι):

2. πολιτισμένος (άνθρωπος):

φορτισμέν|ος <-η, -ο> [fɔrtizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΗΛΕΚ

αγανακτισμέν|ος [aɣanaktizˈmɛnɔs], αγαναχτισμέν|ος [aɣanaxtizˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

ζαλισμέν|ος <-η, -ο> [zalizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

φημισμέν|ος <-η, -ο> [fimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φημισμένος (ξακουστός):

2. φημισμένος (που έχει υπόληψη):

οργισμέν|ος <-η, -ο> [ɔrjizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ασφαλισμέν|ος <-η, -ο> [asfalizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κοιμισμέν|ος <-η, -ο> [cimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κοιμισμένος (που κοιμάται):

2. κοιμισμένος (από χαρακτήρα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский