Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για απαγοητεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απογοητ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [apɔɣɔiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

II . απογοητεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. απογοητεύομαι (διαψεύδονται οι ελπίδες μου):

2. απογοητεύομαι (χάνω το θάρρος μου):

γοητ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [ɣɔiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

απαγόρευσ|η <-εις> [apaˈɣɔrɛfsi] SUBST θηλ

2. απαγόρευση (εμπορίου):

Embargo ουδ
Waffenembargo ουδ

απαγγ|έλλω [apaɲˈɟɛlɔ], απαγγ|έλνω <-ειλα, -έλθηκα, -ελμένος> VERB μεταβ

1. απαγγέλλω (ποίημα):

2. απαγγέλλω ΝΟΜ (απόφαση):

απαγχονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apaŋxɔˈnizɔ] VERB μεταβ

απαγκιστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apaɲɟisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. απαγκιστρώνω:

2. απαγκιστρώνω μτφ:

ασκητ|εύω <-εψα> [asciˈtɛvɔ] VERB αμετάβ (ζω ως ασκητής)

μαθητ|εύω <-εψα [ή -ευσα] > [maθiˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. μαθητεύω (σπουδάζω, μαθαίνω):

2. μαθητεύω (είμαι μαθητής):

προφητ|εύω <-εψα> [prɔfiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский