Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σούρουπο , σούσουρο και τσουρουφλίζω

τσουρουφλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsuruˈflizɔ] VERB μεταβ

σούσουρο [ˈsusurɔ] SUBST ουδ

1. σούσουρο (ψιθυρίσματα):

Gemurmel ουδ

2. σούσουρο μτφ (κουτσομπολιό):

Gerede ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский