Ελληνικά » Γερμανικά

αδιαβροχοποιημέν|ος <-η, -ο> [aðiavrɔxɔpiiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (ύφασμα, δέρμα)

αδιαφοροποίητ|ος <-η, -ο> [aðiafɔrɔˈpiitɔs] ΕΠΊΘ

διαφοροποίησ|η <-εις> [ðiafɔrɔˈpiisi] SUBST θηλ

διαφοροποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiafɔrɔpiˈɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский