Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για γλείφω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλεί|φω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈɣlifɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με γλείφω

γλείφω κάτι
an etw δοτ lecken

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский