Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ισοπεδώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισοπεδώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [isɔpɛˈðɔnɔ] VERB μεταβ

1. ισοπεδώνω (έδαφος, επιφάνεια):

ισοπεδώνω

2. ισοπεδώνω μτφ (διαφορές):

ισοπεδώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский