Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τσαλακώνω , τσακώνω , μαλακώνω και επιχαλκώνω

τσαλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tsalaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. τσαλακώνω (ύφασμα):

2. τσαλακώνω (πιο γερή ύλη):

3. τσαλακώνω μτφ (εξευτελίζω):

I . τσακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tsaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. τσακώνω (πιάνω):

2. τσακώνω (πιάνω στα πράσα):

II . τσακώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (μαλώνω)

επιχαλκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpixalˈkɔnɔ] VERB μεταβ

I . μαλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [malaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. μαλακώνω (κάνω μαλακό):

2. μαλακώνω (καταπραΰνω):

II . μαλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [malaˈkɔnɔ] VERB αμετάβ

1. μαλακώνω (γίνομαι μαλακός):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский