Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κυρτός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυρτ|ός <-ή, -ό> [cirˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. κυρτός (λυγισμένος):

κυρτός

Παραδειγματικές φράσεις με κυρτός

κυρτός φακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский