στο λεξικό PONS
I. διατηρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiatiˈrɔ] VERB μεταβ
1. διατηρώ (κρατώ):
3. διατηρώ (συντηρώ: υγεία κτλ):
- διατηρώ
-
4. διατηρώ (οικογένεια, μαγαζί, σχέσεις):
- διατηρώ
-
II. διατηρούμαι VERB αυτοπ ρήμα
1. διατηρούμαι (τρόφιμα: μένω φρέσκος):
2. διατηρούμαι (τρόφιμα: επιδέχομαι αποθήκευση):
διατηρώ VERB
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.