Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για νύξη στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νύξ|η <-εις> [ˈniksi] SUBST θηλ

1. νύξη (κεντιά):

νύξη
Stich αρσ

2. νύξη (υπαινιγμός):

νύξη
Anspielung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский