Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νομέας , νομός , Μίμας , νόμος , ντολμάς , νομικός και νομάδες

νομέας [nɔˈmɛas] SUBST αρσ ΝΟΜ

νομός [nɔˈmɔs] SUBST αρσ

νόμος [ˈnɔmɔs] SUBST αρσ

1. νόμος (δικαίου, φυσικός):

Gesetz ουδ
Naturgesetz ουδ
Agrargesetz ουδ
Handelsgesetz ουδ
geltendes Gesetz ουδ
Bundesgesetz ουδ
Rahmengesetz ουδ
Strafgesetz ουδ
Bankgesetz ουδ
Steuergesetz ουδ
Gesetzespaket ουδ

2. νόμος (κανόνας):

Regel θηλ

Μίμας [ˈmimas] SUBST αρσ ΑΣΤΡΟΝ

Mimas αρσ

νομάδες [nɔˈmaðɛs] SUBST αρσ πλ

Nomaden αρσ πλ

II . νομικ|ός <-ή, -ό> [nɔmiˈkɔs] SUBST mf

Jurist(in) αρσ (θηλ)

ντολμ|άς <-άδες> [dɔlˈmas] SUBST αρσ, ντολμαδάκι [dɔlmaˈðaci] SUBST ουδ

1. ντολμάς (σε κληματόφυλλο):

2. ντολμάς (σε λαχανόφυλλο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский