Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για λογοκρισία στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λογοκρισία [lɔɣɔkriˈsia] SUBST θηλ

λογοκρισία
Zensur θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский