Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για επικοινωνώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικοινων|ώ <-είς, -ησα> [ɛpicinɔˈnɔ] VERB αμετάβ

1. επικοινωνώ (έρχομαι σε επαφή):

επικοινωνώ

2. επικοινωνώ (βρίσκομαι σε επαφή):

επικοινωνώ

3. επικοινωνώ (για δωμάτια):

4. επικοινωνώ (ως ειδικός όρος: ανταλάσσω πληροφορίες):

επικοινωνώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский