Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σάλι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σάλι [ˈsali] SUBST ουδ

1. σάλι (για τους ώμους):

σάλι
Tuch ουδ

2. σάλι (σχεδία):

σάλι
Floß ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский