Ελληνικά » Γερμανικά

λιβάνισμα [liˈvanizma] SUBST ουδ και μτφ

εικόνισμα [iˈkɔnizma] SUBST ουδ ΘΡΗΣΚ

πριόνισμα [priˈɔnizma] SUBST ουδ

απεικόνισμα [apiˈkɔnizma] SUBST ουδ

αγώνισμα [aˈɣɔnizma] SUBST ουδ

κάπνισμα [ˈkapnizma] SUBST ουδ

1. κάπνισμα (τσιγάρων):

Rauchen ουδ

2. κάπνισμα (κρέατος):

Räuchern ουδ

χτένισμα [ˈxtɛnizma] SUBST ουδ

1. χτένισμα (η πράξη):

Kämmen ουδ

2. χτένισμα (τελική μορφή):

Frisur θηλ

κοσκίνισμα [kɔsˈcinizma] SUBST ουδ

ξεσκόνισμα [ksɛˈskɔnizma] SUBST ουδ

1. ξεσκόνισμα (ως δουλειά του σπιτιού):

Staubwischen ουδ

κανόνισμα [kaˈnɔnizma] SUBST ουδ

τηγάνισμα [tiˈɣanizma] SUBST ουδ

φτάρνισμα [ˈftarnizma] SUBST ουδ

σαπούνισμα [saˈpunizma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский