Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ατενίζω , ενατενίζω , ατελιέ , μείζων , επιζών και αρμενίζω

ατενί|ζω <-σα> [atɛˈnizɔ] VERB μεταβ

ενατενί|ζω <-σα> [ɛnatɛˈnizɔ] VERB μεταβ

αρμενί|ζω <-σα> [armɛˈnizɔ] VERB αμετάβ

1. αρμενίζω ΝΑΥΣ:

2. αρμενίζω (σύννεφα):

3. αρμενίζω μτφ (ταξιδεύω):

επιζ|ών <-όντος> [ɛpiˈzɔn] SUBST αρσ

μείζων <μείζων, μείζον> [ˈmizɔn] ΕΠΊΘ

1. μείζων (μεγαλύτερος):

ατελιέ [atɛˈʎɛ] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский