Ελληνικά » Γερμανικά

πουγκί [puɲˈɟi] SUBST ουδ

πουλάκι [puˈlaci] SUBST ουδ

1. πουλάκι (κοτόπουλο):

Küken ουδ

2. πουλάκι (μικρό πουλί):

Vögelchen ουδ

πουλάρι [puˈlari] SUBST ουδ

πουράκι [puˈraci] SUBST ουδ

Zigarillo αρσ o ουδ

πουστιά [pusˈtça] SUBST θηλ χυδ

πούλι [ˈpuli] SUBST ουδ

1. πούλι (στο τάβλι, στην ντάμα):

Stein αρσ

2. πούλι (στο σκάκι):

Figur θηλ

II . πουλιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

2. πουλιέμαι μτφ (δωροδοκούμαι):

πουρί [puˈri] SUBST ουδ

1. πουρί (πωρόλιθος):

Sinter αρσ
Kalkstein αρσ

2. πουρί (σε δοχείο βρασμού):

Kesselstein αρσ

3. πουρί (στα δόντια):

Zahnstein αρσ

πουρ|ές <-έδες> [puˈrɛs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский