Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διασκορπισμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασκορπισμός [ðiaskɔrpizˈmɔs] SUBST αρσ

1. διασκορπισμός και μτφ (αμφιβολιών κτλ):

Zerstreuung θηλ

2. διασκορπισμός (σπατάλη):

Verschwendung θηλ

διασκόρπισ|η <-εις> [ðiaˈskɔrpisi] SUBST θηλ

1. διασκόρπιση και μτφ (αμφιβολιών κτλ):

Zerstreuung θηλ

2. διασκόρπιση (σπατάλη):

Verschwendung θηλ

διαστρεμμένος

διαστρεμμένος s. διεστραμμένος

Βλέπε και: διεστραμμένος

διεστραμμέν|ος [ðiɛstraˈmɛnɔs], διαστρεμμέν|ος [ðiastrɛˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. διεστραμμένος (νους):

2. διεστραμμένος (σεξουαλικά):

διασταυρούμεν|ος <-η, -ο> [ðiastaˈvrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

ασκόρπιστ|ος <-η, -ο> [aˈskɔrpistɔs] ΕΠΊΘ

1. ασκόρπιστος (που δε σκορπίστηκε):

2. ασκόρπιστος μτφ (χρήματα):

διασκελισμός [ðiascɛlizˈmɔs] SUBST αρσ (στο βάδισμα)

σκονισμέν|ος <-η, -ο> [skɔnizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διασκορπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiaskɔrˈpizɔ] VERB μεταβ

1. διασκορπίζω και μτφ (αμφιβολίες κτλ):

2. διασκορπίζω (σπαταλώ):

απελπισμέν|ος <-η, -ο> [apɛlpizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διαβασμέν|ος <-η, -ο> [ðjavazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (άνθρωπος)

κατατοπισμέν|ος <-η, -ο> [katatɔpizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский