Ελληνικά » Γερμανικά

I . πολιτογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɔlitɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

II . πολιτογραφούμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. πολιτογραφούμαι (αποκτώ υπηκοότητα):

2. πολιτογραφούμαι μτφ (καθιερώνομαι):

σχολ|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [sxɔliˈazɔ] VERB μεταβ

1. σχολιάζω (κάνω σχόλιο):

2. σχολιάζω (επεξηγώ):

3. σχολιάζω (επικρίνω):

ραδιογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [raðiɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

γελοιογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [jɛliɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

ηχογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ixɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

ιχνογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ixnɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

λιθογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [liθɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

μονογρα|φώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mɔnɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ (έντυπο)

στενογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [stɛnɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский