Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κοπέλα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπέλα [kɔˈpɛla] SUBST θηλ

κοπέλα
junge Frau θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский