Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για παππαγάλος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παπαγάλος [papaˈɣalɔs] SUBST αρσ

παπαγαλάκι [papaɣaˈlaci] SUBST ουδ

παπαγαλί|ζω <-σα> [papaɣaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. παπαγαλίζω (επαναλαμβάνω τα λόγια άλλου):

2. παπαγαλίζω (απομνημονεύω):

παπαγαλισμός [papaɣalizˈmɔs] SUBST αρσ

1. παπαγαλισμός (επανάληψη των λόγων άλλου):

Nachplappern ουδ

2. παπαγαλισμός (απομνημόνευση):

παπαγαλίστικ|ος <-η, -ο> [papaɣaˈlistikɔs] ΕΠΊΘ

παπαγαλιστί [papaɣalisˈti] ΕΠΊΡΡ

ακέφαλ|ος <-η, -ο> [aˈcɛfalɔs] ΕΠΊΘ

1. ακέφαλος (χωρίς κεφάλι):

2. ακέφαλος μτφ (χωρίς ηγέτη):

I . ανώμαλ|ος <-η, -ο> [aˈnɔmalɔs] ΕΠΊΘ

1. ανώμαλος (ρυθμός):

2. ανώμαλος (επιφάνεια):

3. ανώμαλος ΓΛΩΣΣ (ρήμα):

4. ανώμαλος (ψυχικά):

5. ανώμαλος (σεξουαλικά):

II . ανώμαλ|ος <-η, -ο> [aˈnɔmalɔs] SUBST αρσ/θηλ

1. ανώμαλος (σεξουαλικά):

perverser Mensch αρσ

2. ανώμαλος (γενικά στη συμπεριφορά):

βαθύαλ|ος <-η, -ο> [vaˈθialɔs] ΕΠΊΘ

δαίδαλος [ˈðɛðalɔs] SUBST αρσ μτφ

παρδαλ|ός <-ή, -ό> [parðaˈlɔs] ΕΠΊΘ

σπάταλ|ος <-η, -ο> [ˈspatalɔs] ΕΠΊΘ

Δαίδαλος [ˈðɛðalɔs] SUBST αρσ

ισόπαλ|ος <-η, -ο> [iˈsɔpalɔs] ΕΠΊΘ

1. ισόπαλος (ίδιας δύναμης):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский