Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σαλαιαρίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαλιαρί|ζω <-σα> [saʎaˈrizɔ] VERB αμετάβ

παιδιαρί|ζω <-σα> [pɛðjaˈrizɔ] VERB αμετάβ

λαγαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [laɣaˈrizɔ] VERB μεταβ

1. λαγαρίζω (υγρό):

2. λαγαρίζω (λογαριασμό):

σαλατικά [salatiˈka] SUBST ουδ πλ

Gemüse ουδ ενικ

σαλατιέρα [salaˈtçɛra] SUBST θηλ

μαγαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [maɣaˈrizɔ] VERB μεταβ

1. μαγαρίζω (κοπρίζω):

2. μαγαρίζω (βρομίζω):

καθαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kaθaˈrizɔ] VERB μεταβ

2. καθαρίζω (πίνακα):

3. καθαρίζω (φρούτα με φλούδα):

4. καθαρίζω (ζήτημα, υπόθεση):

5. καθαρίζω οικ (σκοτώνω):

κακαρί|ζω <-σα> [kakaˈrizɔ] VERB αμετάβ

μακαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [makaˈrizɔ] VERB μεταβ

βλεφαρί|ζω <-σα> [vlɛfaˈrizɔ] VERB αμετάβ

γαργαρί|ζω <-σα> [ɣarɣaˈrizɔ] VERB αμετάβ

1. γαργαρίζω (κάνω γαργάρα):

2. γαργαρίζω (κελαρύζω):

κολλαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kɔlaˈrizɔ] VERB μεταβ

I . χαμπαρί|ζω <-σα> [xambaˈrizɔ] VERB αμετάβ (έχω ιδέα)

II . χαμπαρί|ζω <-σα> [xambaˈrizɔ] VERB μεταβ (υπολογίζω)

εκκαθαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛkaθaˈrizɔ] VERB μεταβ

1. εκκαθαρίζω (απομακρύνω τα άχρηστα στοιχεία):

2. εκκαθαρίζω (εταιρεία):

3. εκκαθαρίζω (λογαριασμό):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский