Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διπλώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διπλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiˈplɔnɔ] VERB μεταβ

1. διπλώνω (και χέρια):

διπλώνω

2. διπλώνω (τυλίγω):

διπλώνω

II . διπλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. διπλώνομαι (σε κουβέρτες):

sich (ein)wickeln in +αιτ

2. διπλώνομαι (από πόνο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский